Ηρακλής και Διηάνειρα

Ο θάνατος και η αποθέωση του Ηρακλή

Όταν ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη για να αποκτήσει τον Κέρβερο, συνάντησε τον Μελέαγρο, το γιο του Οινέα, του βασιλιά των Αιτωλών. Ο Μελέαγρος του ζήτησε να παντρευτεί την αδελφή του, Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής, μετά την ολοκλήρωση όλων των άθλων του, πήγε να συναντήσει τη Δηιάνειρα. Ωστόσο, ο ποταμός Αχελώος είχε επίσης ζητήσει να την πάρει για να την παντρευτεί. Έτσι, οι δύο αντίπαλοι αγωνίστηκαν σκληρά. Ο Αχελώος είχε την ικανότητα να μεταμορφώνεται, κάτι που έκανε κατά τη διάρκεια της μάχης.

Παρά ταύτα, ο Ηρακλής νίκησε και έτσι πήρε μαζί του τη Δηιάνειρα. Μαζί της απέκτησε τέσσερα παιδιά, με τον πιο γνωστό να είναι ο Ύλος, καθώς και μια κόρη. Δυστυχώς, κατά λάθος σκότωσε έναν συγγενή της γυναίκας του, τον Εύνομο. Αυτό ήταν το αίτιο για το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Καλυδώνα της Αιτωλίας.

Όταν έφτασαν στον ποταμό Εύηνο, σταμάτησαν. Εκεί βρισκόταν ο κένταυρος Νέσσος, και ο Ηρακλής του ζήτησε να μεταφέρει τη Δηιάνειρα από τη μία όχθη στην άλλη. Ωστόσο, μέσα στον ποταμό, ο κένταυρος, καθώς την κρατούσε, προσπάθησε να την απαγάγει. Τότε ο Ηρακλής του έριξε ένα βέλος με το τόξο του και τον σκότωσε. Καθώς πέθαινε, ζήτησε από τη Δηιάνειρα να συγκεντρώσει το αίμα του. Με αυτό το αίμα θα δημιουργούσε ένα μαγικό φίλτρο που θα εξασφάλιζε την αγάπη του συζύγου της.

Μετά τη διάβαση του ποταμού Εύηνου, η Δηιάνειρα φιλοξενήθηκε στα ανάκτορα του βασιλιά Κήυκα της Τραχίνας, ενώ ο Ηρακλής εκστράτευσε εναντίον του Εύρυτου, του βασιλιά της Οιχαλίας. Αφού σκότωσε εκείνον και τους γιούς του, απήγαγε την κόρη του Ιόλη. Έπειτα, ταξίδεψε στο ακρωτήριο Κηναίο στην Εύβοια, όπου αποφάσισε να προσφέρει θυσία προς τιμήν του Δία. Απέστειλε τον σύντροφό του Λίχα για να ζητήσει από τη Δηιάνειρα έναν επίσημο εορταστικό χιτώνα. Εκείνη, όμως, πληροφορήθηκε από τον απεσταλμένο της την αγάπη του Ηρακλή για την Ιόλη. Επιθυμώντας να ανακτήσει την αγάπη του συζύγου της, βύθισε τον λευκό χιτώνα στο αίμα του κενταύρου, όπως της είχε πει τότε. Όταν ο Ηρακλής τον φόρεσε, το δηλητηριασμένο αίμα του κενταύρου εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα του, καίγοντάς το. Καθώς προσπαθούσε να αφαιρέσει τον χιτώνα, ξεκόλλαγε μαζί και η σάρκα του. Μες την οργή του, επιτέθηκε στον Λίχα και τον έριξε στη θάλασσα.

Όταν η Δηιάνειρα συνειδητοποίησε τι είχε πράξει, δεν άντεξε και αυτοκτόνησε. Ο Ηρακλής, αντιμετωπίζοντας ανυπόφορους πόνους, ανέβηκε στην Οίτη, έφτιαξε έναν σωρό με ξύλα και ανέβηκε πάνω τους. Παρακάλεσε τους συντρόφους του να ανάψουν φωτιά, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Τελικά, ο Ποίας, πατέρας του Φιλοκτήτη, συμφώνησε και ως αντάλλαγμα, ο Ηρακλής του χάρισε το τόξο και τα βέλη του.

Ένα νέφος άρπαξε τον Ήρωα και με βροντές και αστραπές τον μετέφερε στον Όλυμπο. Εκεί, τον υποδέχτηκε η Αθηνά και ο Απόλλωνας. Συμφιλιώθηκε με την Ήρα, η οποία του έδωσε ως αθάνατη γυναίκα την κόρη της Ήβη. Μαζί της, απέκτησε δύο γιους. Ως αθάνατος πλέον, ο Ηρακλής έζησε μια μακάρια ζωή στον Όλυμπο, απολαμβάνοντας όλες τις θεϊκές απολαύσεις.

Θαυμάστηκε σε όλη την Ελλάδα ως σύμβολο της μυϊκής και ηθικής δύναμης, ως σωτήρας και ευεργέτης της ανθρωπότητας. Ήταν ο προστάτης των γυμναστηρίων, και στην Αθήνα του αφιερώθηκαν το Κυνόσαργες. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας τελούνταν γιορτές προς τιμήν του, γνωστές ως Ηράκλεια.